προσοδικός

προσοδικός
-ή, -όν, Α [πρόσοδος]
1. αυτός που αποφέρει προσόδους, παραγωγικός, προσοδοφόρος
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσοδο
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ προσοδικός
ενοικιαστής δημόσιων προσόδων, δημοσιώνης*
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προσοδικά
οι λογαριασμοί τών προσόδων
5. φρ. «ἐδάφη προσοδικά» — εδάφη τα οποία ανήκαν στο δημόσιο θησαυροφυλάκιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσοδικόν — προσοδικός productive masc acc sg προσοδικός productive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδικῶς — προσοδικός productive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδικωτέρα — προσοδικωτέρᾱ , προσοδικός productive fem nom/voc/acc comp dual προσοδικωτέρᾱ , προσοδικός productive fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”